- ἐπεγχανεῖν
- ἐπί-ἐγχάσκωgapeaor inf act (attic epic doric)ἐπί-ἐγχάσκωgapefut inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επεγχάσκω — ἐπεγχάσκω και ἐπεγχαίνω (Μ) περιγελώ κάποιον με μορφασμούς, τόν κοροϊδεύω κατά πρόσωπο («ἐπεγχανεῑν τῷ τοῡ Μέλητος θανάτῳ», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγχάσκω «χλευάζω»] … Dictionary of Greek